Jump to content

Page:Eisagogiki-Didaskalia.pdf/37

From Wikisource
This page has been proofread.
Ῥωμαίϊκα Βλάχικα Βουλγάρικα Ἀλβανίτικα
ἔτζη καὶ ὁ ποιστικός Ἀσῆτζε σσή πικουράγου Τάκα ὄφτζαροτ Ἀστιοῦ ἐδὲ τζοπάνη
φυλάγει τὸ κοπάδι βλιάκκε κουπία βάρτητ στάτωτο ῥούανν τούφᾳννᾳ 845
ἀπὸ τούς λύκους. τὲ λούκη. ὀτ βόλτζητε. πέ οὔλκησσ.
Καὶ εἰς τὸ μανδρί Σσή τρού τουρέστε Ἢ νά μπατζήλωτο Ἐδὲ ντᾴ στάνν
κάθηται σσιάτε σέτητ ῥῆ
μὲ μάτια ἀνοικτά. κοῦ ὄκλλι τεσφάπτζη σῶ ὄτζη ὀτφόρενη. μέ σιοῦ χάπᾳτ.
Διὰ νὰ ἔλθῃ Τρά σέ γῆνᾳ Ζά τά ἴτητ Κῆ τᾳβήνν 850
ὁ καιρός ζαμάννιᾳ βρέμετο κόχα
νὰ τὰ ἀμέλγῃ σὲ λέ μούλκᾳ ζά ταημέλτζη κή τημιὲλλ
τὰ πρόβατα ὄϊλλε ὄφτζιτε δέντᾳ
καὶ τὸ γάλα σσή λάπτιλε ἢ μλέκωτο ἐδέ κιούμᾳστητ
νὰ τὸ πήξῃ σέ λού γλιάκα τά κώ σήρητ τᾳ γκηζην 855
τυρί. κάσσου. σίρηννε. τιάθ.
Ἂν μασήσῃς τὸ φαγί Σὲ ἀρουμικάρη κέλλα Ἄκω σβάκας μάτζατα Ντέ παρτρήπ γγέλανᾳ
εἰς τὰ δόντια τρού τίντζη βῶ ζάπητε ντᾴρ δέμπατ
πολλὰ ψιλά μούλτου σουπτζῆρε μνόγου κνότζκο σοῦμμα τᾳχόλ
τὸ καταπίεις ὀ γκλίτζη ἠ κάλτασσ ἐκαπρᾳζᾴν 860
δυνατὰ φλυκᾶ. βᾳρτοσσ ντοῦλτζε μόσνε μπλάγω. φώρτ ἔμπλε.
Καὶ ἂν κοιμηθῇς Σσή σέ τουρννίρη Ἢ ἄκω σπίεσσ Ἐδὲ ντᾲ φλέ
σκεπασμένος ἀμβᾳλίτου πώκρυεν μπουλιούαρ
καὶ μὲ προσκέφαλον σσή κού κᾳπιτύννιου ἢ σῶ πέρνιτζα ἐδὲ μὲ γιαστήκ.
ἀπὸ κάτω πρέ κιόσου ὀτ ὀτόστωλα πᾳρπώσσ 865
ἔχεις νὰ παχύνῃς. ἄη σετεγκράσση. ἴμασς τά σεπρέτηλησσ. κκιὲ τᾴγκιάλεσσ.
Καὶ ὅταν νὰ κρυώσῃς Σσή κᾄντου σέ ἀρᾳτζέστη Ἢ κώκα τά ὄστηνησσ Ἐδὲ κοὺρ τᾴ μᾳρδήνσ
νὰ στουμπίσῃς σέ κισέτζη τά ἴσταλτζησσ τᾴ στιούψ
εἰς τὸ γουδί τρού χαβάννε βῶ χάβανωτ ντᾴ χαβάν
καμπόσο μοσκοκάρι νᾳχιάμα τεμοσκοκάρε τρούα μήσκ. πάκαζ μήσκ. 870
καὶ νὰ τὸ ἀνακατώνῃς σσὴ σεομιντέστη Ἢ τά γω μέσησσ Ἐδὲ τᾴ τραζώνσσ
μὲ χλιαρὸ νερό. κού χάπινα ἄπᾳ. σῶ μλάτζκα βότα. μὲ ταβάκατ οὔε.
Καὶ ἀφ' οὗ τὸ πίνῃς Σσή τεκάρα σεοπέη Ἢ κώκα ταγω πίεσσ Ἐδέ ση τά πήσσ